Ναθάν

Ναθάν
3481 Ναθάν
{собств., 1}
Нафан (дающий).
Один из сынов Давида от Вирсавии, родившийся в Иерусалиме, предок Иосифа в родословии Иисуса Христа (Лк. 3:31). Срав. евр. 5416 (ןָתָנ).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Ναθάν" в других словарях:

  • Νάθαν — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν προφήτης σύγχρονος του Δαβίδ και του Σολομώντα. Έλεγξε με δριμύτητα τον Δαβίδ (B’ Βασιλειών, β εξ.) και τον εμπόδισε, ως αμαρτωλό, να χτίσει εκκλησία στον Ιαβέ. Ο Ν. εξασφάλισε την άνοδο στο θρόνο του Σολομώντα. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • Σέντερμπλουμ, Ναθαν — (Sdderblom). Σουηδός κληρικός και ιστορικός των θρησκειών (Σεντερχάμν 1866 Ουψάλα 1931). Λουθηρανός ιερέας, διατέλεσε καθηγητής της φιλοσοφίας και της θεολογίας στην Ουψάλα από το 1901, της ιστορίας των θρησκειών στη Λιψία από το 1912 και από το… …   Dictionary of Greek

  • Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Liste des prenoms grecs — Liste des prénoms grecs Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Нафан — Пророк Нафан. Икона в Преображенской церкви, Кижи, Карелия Нафан (ивр. נָתָן, греч. Νάθαν)  перешедшее в русский перевод Библии церковнославянское написание имени Натан …   Википедия

  • Нафан (пророк) — Пророк Нафан. Икона в Преображенской церкви, Кижи, Карелия В Википедии есть статьи о других людях с именем Нафан. Пророк Нафан (ивр. נָתָן‎, греч …   Википедия

  • Λουθηρανισμός — Η διδασκαλία του μεταρρυθμιστή της χριστιανικής θρησκείας Μαρτίνου Λούθηρου (βλ. λ.) και των μαθητών του· οι οπαδοί του λ. ονομάζονται ευαγγελικοί. Στη βάση της διδασκαλίας του Λούθηρου υπάρχει μια απαισιόδοξη ενατένιση της ανθρώπινης φύσης, που… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Άνσκι, Σλόιμ — (Schloime Ansky, 1863 – 1920). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πολωνού δραματουργού εβραϊκής καταγωγής Σόλομον Σάνγουιλ Ράποπορτ (Solomon Seinwill Rapoport). Έγραψε στα ρωσικά και στην εβραϊκή διάλεκτο γίντις. Το έργο στο οποίο οφείλει κυρίως τη φήμη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»